- πρόρρηγμα
- πρόρρηγ-μα, ατος, τό,A membrane enveloping the foetus, Sor.1.57, Paul.Aeg.3.76.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πρόρρηγμα — membrane enveloping the foetus neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόρρηγμα — ήγματος, τὸ, Α [προρρήγνυμαι] ο υμένας που περικλείει το έμβρυο στην κοιλιά τής μητέρας του … Dictionary of Greek
προρρήγματος — πρόρρηγμα membrane enveloping the foetus neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)